- καβάλλιον
- καβάλλιον και καβάλλειον, τὸ (Α) [καβάλλης]1. καβάλλης*2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη τοῡ τρικλίνου κλίνη, διὰ τὸ ἀνάκλιντρον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβάλλειον — και καβάλλιον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. όργανο με το οποίο τέντωναν τις χορδές τής λύρας, ο κόλλοψ* … Dictionary of Greek